προβατορία

προβατορία
και προβατωρία, η, ΜΑ, και προβατουρία Μ
αυτοκρατορική επιστολή η οποία εμπεριέχει έγκριση, έπαινο ή επιδοκιμασία σχετικά με κάτι
αρχ.
1. στρατιωτικό έγραφο κατατάξεως ή κατ' άλλους, ιδιωτική κτήση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. probatoria (epistola) < probo «δοκιμάζω, αποδέχομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πριβατούρα — ἡ, Α προβατορία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πιθ. < λατ. probatoria «στρατ. έγγραφο κατάταξης, έγκριση»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”